Μπεϊντάρης Ν.
Γενικά το απαιτητικό φορτίο της αερόβιας προπόνησης ωθεί τους κολυμβητές να ξεπεράσουν τα όριά τους, με αποτέλεσμα την εκτεταμένη και υπερβολική κόπωση, γνωστή και ως σύνδρομο υπερπροπόνησης. Συμπτώματα αυτής είναι η κούραση, ο πόνος – ‘’βαριοί’’ μύες, ο ανεπαρκής ύπνος, τα ψυχολογικά προβλήματα (κυρίως κατάθλιψη), η ανορεξία και η νυκτερινή εφίδρωση.
Η αντιμετώπισή της εδράζεται σε μία περίοδο ξεκούρασης, η οποία ποικίλει ανάλογα με τον κάθε αθλητή, σε πολύ ελαφριά αερόβια άσκηση με επαρκή ξεκούραση από άλλες δραστηριότητες, σε επικοινωνία μεταξύ του προπονητή και του ασκουμένου για την αντιμετώπιση τυχών προβλημάτων και με κατάλληλη διατροφή.
Αυτή λοιπόν η αναιτιολόγητη πτώση της απόδοσης των κολυμβητών ονομάζεται ως υπερπροπόνηση και πέρα απ’ τον όγκο προπόνησης, επηρεάζεται από τη διατροφή του κολυμβητή, τη ψυχολογική του κατάσταση, την κοινωνική του ζωή, και το επίπεδο που βρίσκεται σωματικά. Η τελευταία παράμετρος αναφέρεται τόσο από άποψης της φυσικής κατάστασης, όσο και από κάποια προηγούμενη ασθένεια.
Πάντως αν οι αρχές περιοδισμού εφαρμοστούν σωστά, μπορεί να προληφθεί το σύνδρομο της υπερπροπόνησης. Ο αυξημένος όγκος αποτελεί την κύρια αιτία του συνδρόμου, γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει σωστή σχέση μεταξύ όγκου και έντασης κατά τη σχεδίαση των αγωνιστικών πλάνων. Όταν αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε ότι ο αθλητής μας είναι καλύτερα, θα πρέπει να αυξήσουμε τον όγκο και έπειτα την ένταση της προπόνησης.
Η υπερπροπόνηση διακρίνεται σε συμπαθητικού τύπου, συνήθως σε αθλητές μικρής ηλικίας και αναερόβιων αγωνισμάτων και παρασυμπαθητικού τύπου, σε αθλητές μεγαλύτερης ηλικίας και κυρίως αγωνισμάτων αντοχής. Με την υπερπροπόνηση έχουμε διαταραχές του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης, δηλαδή διαταραχές του επιπέδου των ορμονών.
Οι κύριες διαταραχές συμβαίνουν στο ανοσοβιολογικό σύστημα (αύξηση της ευαισθησίας σε λοιμώξεις), στο καρδιοαναπνευστικό σύστημα (σε μέγιστη κόπωση : αύξηση της VO2, ενώ μειώνεται η VO2max, αύξηση του πνευμονικού αερισμού κατά την κόπωση, πτώση ή αύξηση της αρτηριακής πίεσης ηρεμίας, αύξηση της Κ.Σ. ηρεμίας) και στην Ψυχολογία του αθλητού (Δεληγιάννης Α., Ιατρική της Άθλησης, από την θεωρία στην πράξη, Θες/νίκη 1997).
Πρακτικές εφαρμογές:
- Η μέτρηση της Κ.Σ. ηρεμίας των αθλητών μας τόσο στην αρχή της προπονητικής περιόδου, όσο και ανά τακτά χρονικά διαστήματα μας δίνει τη δυνατότητα να ελέγχουμε τους αθλητές μας όποτε έχουμε υποψία για κάποιο σύνδρομο υπερπροπόνησης. Η μεγαλύτερη Κ.Σ. ηρεμίας θα πρέπει να μας υποψιάσει.
- Η μέτρηση της Κ.Σ. ηρεμίας γίνεται κάθε φορά κάτω από τις ίδιες συνθήκες για περίοδο μίας εβδομάδας, δηλαδή για τους κολυμβητές αμέσως μόλις ξυπνήσουν το πρωί και την ίδια ώρα, έπειτα από ίδιας έντασης προπόνηση κάθε φορά.