Αθλητικός Όμιλος Ιππόκαμπος * Κολύμβηση

Αναερόβιο κατώφλι

Μπεϊντάρης Ν.

Το αναερόβιο κατώφλι είναι η ανώτατη ποσότητα οξυγόνου που μπορεί να καταναλώσει ο οργανισμός κατά την άσκηση, πριν αρχίσει η συστηματική παραγωγή γαλακτικού οξέος. Αυτός ο παράγων φαίνεται να έχει συσχέτιση σε αγωνίσματα αντοχής στην κολύμβηση.

Μάλιστα όσο μεγαλύτερες είναι οι αερόβιες απαιτήσεις του κάθε αγωνίσματος τόσο υψηλότερο θα είναι και το αναερόβιο κατώφλι. Oι Kindermann et al. (1979) αναφέρουν ως καλύτερο δείκτη της προπονητικής έντασης το σημείο έναρξης των αναερόβιων διεργασιών (αναερόβιο κατώφλι).

Η σπουδαιότητα λοιπόν του αναερόβιου κατωφλιού έγκειται στην πρόβλεψη της αντοχής των αθλητών. Ως εκ τούτου είναι σημαντικό για τους προπονητές, για τον σχεδιασμό της κολυμβητικής προπόνησης, ιδιαίτερα για τα αγωνίσματα που η διάρκειά τους υπερβαίνει τα δύο λεπτά, και την εξατομικευμένη λειτουργική επιβάρυνση.

Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε κολυμβητής πρέπει να διανύει τις αγωνιστικές αποστάσεις του με μια ένταση 75-80% και με Κ.Σ. 140-150 παλμών/λεπτό στην αρχή της προπονητικής περιόδου και με 85-90% ένταση και Κ.Σ. 150-180 παλμών/λεπτό στο τέλος της περιόδου (Skinner, McLellay, 1980).

Το αναερόβιο κατώφλι σχετίζεται με ταχύτητες, οι οποίες καθιστούν ικανό τον οργανισμό των κολυμβητών να παράγει γαλακτικό οξύ στο αίμα περιεκτικότητας 4mM/l. Oι Hollmann et al. (1981) πιστεύουν ότι η θεωρία του αερόβιου-αναερόβιου κατωφλιού σχηματίζει τη βάση, για αποδοτικότερη προπόνηση του αερόβιου μεταβολισμού.

Ορισμένοι ερευνητές όπως ο Brooks (1995) έχουν αμφιβολία για την ύπαρξη του αναερόβιου κατωφλιού, ενώ άλλοι όπως οι Green, Hughson, Orr & Ranney (1983) έχουν αμφιβολία για το αν το γαλακτικό στο αίμα αντανακλάει με ακρίβεια τις μεταβολικές διεργασίες που συμβαίνουν στους εξασκούμενους μύες.

Σύμφωνα με τον Fritz Zintl πρέπει να καθοριστεί ακόμα καλύτερα ο όρος του ατομικού αναερόβιου κατωφλιού, διότι ο υψηλά προπονημένος αθλητής έχει τιμές αναερόβιου κατωφλιού συχνά γύρω στα 3mM/l, εν αντιθέσει με τον απροπόνητο ο οποίος έχει τιμές πάνω από τα 4mM/l. Στα παιδιά το αναερόβιο κατώφλι κυμαίνεται περίπου στα 3mM/l (Dietrich Martin).